λιθ(ο)-

λιθ(ο)-
(AM λιθ[ο])
α' συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) ή σε λίθο (πρβλ. λιθογλυφής, λιθόξεστος) ή, τέλος, έχει την ιδιότητα τού λίθου (πρβλ. λιθόδερμος, λιθόχρους, λιθοκάρδιος).Παραδείγματα λέξεων με λιθ(ο)-: λίθαγωγός, λιθάργυρος, λιθόβλητος, λιθοβόλος, λιθογλύπτης λιθογλυφος, λιθογνωμικός, λιθογνώμονας, λιθογόνος, λιθογράφος, λιθόδενδρο, λιθόδμητος, λιθοδόμος, λιθοειδής, λιθόκολλα, λιθοκόλλητος, λιθοκόπος, λιθολόγος, λιθοξόος, λιθόσπερμο, λιθόστρωτος, λιθοτόμος, λιθουλκός, λιθοφόρος
αρχ.
λιθαναβολεύς, λιθαργύρεος, λιθάρτης, λιθάσβεστος, λιθέμπορος, λιθηγός, λιθηλογής, λιθόβασις, λιθόβολος, λιθόγληνος, λιθογλυφής, λιθογλώχιν, λιθοδαίλαλος, λιθοδερκής, λιθόδερμος, λιθοδικτώ, λιθοεργής, λιθοεργός, λιθοθεσία, λιθοικοδόμητος, λιθοκαλλής, λιθοκέφαλος, λιθόκολλος, λιθοκτονία, λιθολάβος, λιθολεύστης, λιθόλευστος, λιθομανής, λιθομανία, λιθόξεστος, λιθοξόανος, λιθοξύστης, λιθοπλάξ, λιθοπλίνθινος, λιθοπρίστης, λιθόρρινος, λιθοσπαδής, λιθοσσόος, λιθοστεγής, λιθοσύνθέτος, λιθοτέκτων, λιθοτράχηλος, λιθοτριβικός, λιθουργός, λιθουρία, λιθοψήκτης, λιθόψωκτος, λιθωμότης, λιθωπής
αρχ.-μσν.
λιθοκάρδιος, λιθομάργαρον, λιθοποιός, λιθουργής, λιθοφρύγιον
μσν.
λιθοδβής, λιθόδρομος,λιθοθήρας, λιθοκαμωμένος, λιθόκουρσος, λιθοκρήδεμνος, λιθολαμπής, λιθολάξευστον, λιθομαργαριτάριν, λιθοξύλινος, λιθοπετροστρωμένος, λιθοστρέμνιος, λιθόχρους, λιθόχρυσος
νεοελλ.
λιθάγρα, λιθάνθραξ, λιθεκτομή, λιθένδυση, λιθογένεση, λιθογενής, λιθογνώστης, λιθογόμωση, λιθοδομή, λιθοθραύστης, λιθοθρύπτης, λιθοκέραμος, λιθοκόλληση, λιθοκονία, λιθόκονις, λιθοκόπτης, λιθόκτιστος, λιθομαντεία, λιθόπαγος, λιθοπελεκητής, λιθοσειρά, λιθοστρώνω, λιθοτιμημένος, λιθοτριπτικός, λιθοχαράκτης, λιθοχρωμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιθ' — λῑτί , λίς 2 smooth fem dat sg λῑτί , λίς 2 smooth masc dat sg λιθά , λιθάς stone fem voc sg λιθί , λιθίς fem voc sg λιτά̱ , λιτή prayer fem nom/voc/acc dual λιτά̱ , λιτή prayer fem nom/voc sg (doric aeolic) λιταί , λιτή prayer fem nom/voc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῖθ' — λῖτα , λίς 2 smooth masc/fem acc sg λῖτα , λίς 2 smooth fem acc sg λῖτε , λίς 2 smooth fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …   Dictionary of Greek

  • βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… …   Dictionary of Greek

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”